- παραπλήσιοι
- παραπλήσιοςcoming alongside ofmasc nom/voc plπαραπλήσιοςcoming alongside ofmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
близь — (374) I. Нар. и нескл. пр. 1.О пространстве. Близко и близок: боудеть близь торгъ. кде коупити. КН 1280, 533а; на(м) суть кнѩзи Муромьскыѣ. и Рѩзаньскыи близь в сусѣде(х). ЛЛ 1377, 125 об. (1175); и чернiло готово. и клеветарь бли(з). (ἐγγύς) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подобьныи — (912) пр. 1.Подобный, похожий: клевештаи къ тебѣ на дрѹга своѥго. подобьнь ѥсть закалающѫѹмѹ брата своѥго. Изб 1076, 98 об.; ѡслаби мало. приимиже паче инѣмь подобьно хожениѥ. ѥго съ пользьныимь строиноѥ. (ὁμοίαν) ЖФСт к. XII, 158; трѧпеза бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγχιστεύς — ἀγχιστεύς ( έως), ο (Α) [ἄγχιστος] συνήθως στον πληθ. οἱ ἀγχιστεῑς 1. οι εξ αίματος πλησιέστατοι συγγενείς 2. παραπλήσιοι, συγγενικοί 3. νόμιμοι κληρονόμοι … Dictionary of Greek
νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… … Dictionary of Greek
ώχρος — ο / ὦχρος, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. βοτ. ποικιλία τού φυτού λαθούρι («παραπλήσιοι μὲν εἰσι τὴν οὐσίαν οἱ λάθυροι τοῑς ὤχροις τε καὶ φασήλοις», Γαλ.) μσν. αρχ. ωχρίαση (α. «χρωτὶ δ ἐρευθιόωντι καὶ ἄχροος ἔμπεσεν ὦχρος», Τζέτζ. β. «ὦχρός τέ μιν εἷλε… … Dictionary of Greek
διοικητικό δίκαιο — Ένας από τους βασικούς κλάδους του δημοσίου δικαίου, που ρυθμίζει στο σύνολό του τις εκδηλώσεις της κρατικής εξουσίας και τον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας της. Ο σαφής προσδιορισμός του αντικειμένου του δ.δ. γίνεται σε συνδυασμό με τον… … Dictionary of Greek